- ψῖχας
- ψίξcrumbmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MARGARITA — I. MARGARITA Austriaca seu Falandrica, filia unrta Maximiliani I. IMperatoris ex Maria Burgundica, soror Philippi I. Hispaniae Regis. Mortuâ, equi lapsu, matre, in Galliam missa est, ut in aula Ludovici X. educaretur, mox Delphino desponsata, at… … Hofmann J. Lexicon universale
επιψωμίζω — ἐπιψωμίζω (Α) ταΐζω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ψωμίζω (< ψωμός «κομμάτι (ψίχας ψωμιού)»] … Dictionary of Greek
καναβόξυλο — και κανναβόξυλο, το [κάν(ν)αβις] το ξυλώδες μέρος τής κάνναβης που απομένει μετά την αφαίρεση τής εσωτερικής «ψίχας» και με το οποίο κατασκεύαζαν άλλοτε σπίρτα … Dictionary of Greek
καρυδιά — Δέντρο της οικογένειας των γιουγλανδιδών (δικοτυλήδονα). Ως τόπος καταγωγής της αναφέρεται η Ασία· ωστόσο, η άγρια κ. βρίσκεται αυτοφυής στα όρη της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας, καθώς και σε όλες τις χώρες που εκτείνονται από τη … Dictionary of Greek